ακακία

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η άκακος
έλλειψη κακίας, ανεξικακία, αθωότητα.Βοτ.
δέντρο υψηλό με φύλλα σύνθετα και παράφυλλα μεταμορφωμένα σε ισχυρά αγκάθια. Τα άνθη της ακακίας είναι λευκά, μεγάλα και εύοσμα.