αποτρίβω

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀποτρίβω)
1. καταστρέφω, αφανίζω με την τριβή
2. καθαρίζω τρίβοντας
νεοελλ.
1. τελειώνω το τρίψιμο
2. κάνω εντριβές
3. (για φυτά) ρίχνω τα άνθη
αρχ.
Ι. εξαλείφω, εξαφανίζω
II. (-ομαι)
1. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι
2. αποκρούω, δεν δέχομαι.