αποφυάς
Greek Monolingual
ἀποφυάς, η (Α) φύω
1. απόφυση
2. διακλάδωση φλέβας ή άρτηρίας
3. αγκάθι της ουράς του μυθικού θηρίου μαρτιχόρα.
ἀποφυάς, η (Α) φύω
1. απόφυση
2. διακλάδωση φλέβας ή άρτηρίας
3. αγκάθι της ουράς του μυθικού θηρίου μαρτιχόρα.