διακλάδωση
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
Greek Monolingual
η
1. χωρισμός σε κλάδους, χωρισμός σε δευτερεύουσες γραμμές, διευθύνσεις
2. το σύνολο τών κλάδων ή ένας κλάδος σε σχέση με τους άλλους
3. ο κλάδος που προέρχεται από τη διακλάδωση, το παρακλάδι
4. χωρισμός αιμοφόρου αγγείου ή νεύρου σε δευτερεύοντα τμήματα
4. η σύνδεση δύο σημείων ενός κλειστού ηλεκτρικού κυκλώματος με τη βοήθεια ενός δεύτερου αγωγού
5. βοτ. το σύνολο τών διαιρέσεων ενός φυτού, ιδίως δενδρόμορφου.