αυγάζω

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM αὐγάζω) αυγή
1. ακτινοβολώ, λάμπω
2. φωτίζω
μσν.- νεοελλ.
(για την ανατολή) εμφανίζομαι, ξημερώνω
νεοελλ.
απρόσ. αυγάζει
ξημερώνει
αρχ.-μσν.
διαφωτίζω
αρχ.
1. διακρίνω, βλέπω καθαρά
2. φωτίζω, καταυγάζω
3. καθρεφτίζομαι.