και αλογονουρά και αλογουρά, η1. ουρά αλόγου2. ονομασία που δίνεται σε διάφορα αγριόχορτα3. είδος γυναικείου χτενίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + ουρά. Ο τ. αλογονουρά < άλογο + νουρά].