η (Μ ἀσκοδάβλα)1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»].