ασκοδάβλα

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ ἀσκοδάβλα)
1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο
2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»].