αποσκλήρυνση

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το να γίνεται κάποιος ή κάτι πιο σκληρό απ' ό,τι ήταν
2. η σκλήρυνση πετρωμάτων από θέρμανση ή από αφυδάτωση λόγω θέρμανσης
3. φρ. «αποσκλήρυνση ύδατος» — η απομάκρυνση των αλάτων του ασβεστίου, του μαγνησίου και του σιδήρου από το σκληρό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσκληρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].