αποσκληρύνω

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκληρύνω, Α κ. -σκληρῶ, -όω)
καθιστώ κάτι σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι ήταν.