ἀναγλύφω

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

aor. -έγλυψα,

   A carve in relief, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.37 (Lydia, i A. D.), J.AJ12.2.9, Gal.UP16.11: plpf. Pass. ἀναγέγλυπτο J.AJ12.2.10.

German (Pape)

[Seite 183] ausmeißeln, in halberhabener Arbeit schnitzen, Reliefs machen, Ggstz διαγλύφω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγλύφω: ποιῶ ἀνάγλυφα, σκαλίζω, ἀναγλυψάντων Γαλην. τόμ. 4. σ. 330, 3: ἀνέγλυψαν Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 12. 2, 8, καὶ παθ. ῥάβδωσις ἀνεγέγλυπτο αὐτόθι 9.

Spanish (DGE)

esculpir en relieve τῶν ποδῶν ἕκαστον I.AI 12.75, δίσκον Mac.Aeg.M.34.617C, cf. I.AI 12.79, BRL 3.37 (Lidia I a.C.)
abs. τῶν δημιουργῶν ... ἀναγλυφόντων Gal.4.330.

Greek Monolingual

ἀναγλύφω)
σκαλίζω σκληρή επιφάνεια κοσμώντας την με ανάγλυφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γλύφω.
ΠΑΡ. αναγλυφή, ανάγλυφος].