ἀναγλύφω
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
aor. -έγλυψα, carve in relief, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.37 (Lydia, i A. D.), J.AJ12.2.9, Gal.UP16.11: plpf. Pass. ἀναγέγλυπτο J.AJ12.2.10.
Spanish (DGE)
esculpir en relieve τῶν ποδῶν ἕκαστον I.AI 12.75, δίσκον Mac.Aeg.M.34.617C, cf. I.AI 12.79, BRL 3.37 (Lidia I a.C.)
•abs. τῶν δημιουργῶν ... ἀναγλυφόντων Gal.4.330.
German (Pape)
[Seite 183] ausmeißeln, in halberhabener Arbeit schnitzen, Reliefs machen, Gegensatz διαγλύφω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγλύφω: ποιῶ ἀνάγλυφα, σκαλίζω, ἀναγλυψάντων Γαλην. τόμ. 4. σ. 330, 3: ἀνέγλυψαν Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 12. 2, 8, καὶ παθ. ῥάβδωσις ἀνεγέγλυπτο αὐτόθι 9.
Greek Monolingual
(Α ἀναγλύφω)
σκαλίζω σκληρή επιφάνεια κοσμώντας την με ανάγλυφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γλύφω.
ΠΑΡ. αναγλυφή, ανάγλυφος].