ῥάβδωσις

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάβδωσις Medium diacritics: ῥάβδωσις Low diacritics: ράβδωσις Capitals: ΡΑΒΔΩΣΙΣ
Transliteration A: rhábdōsis Transliteration B: rhabdōsis Transliteration C: ravdosis Beta Code: r(a/bdwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A fluting of columns, etc., IG12.374.194, al., Arist.EN1174a24 (misunderstood by Mich. in EN 552.3), Rev.Phil.50.67 (Didyma, ii B.C.), Aristeas 64,74, J.AJ12.2.9.
II = virgultum, dub. in Glossaria.

German (Pape)

[Seite 830] ἡ, wie von ῥαβδόω, die Riefung, Cannelirung der Säulen, striae, κίονος, Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2; am Becher, Ios. S. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cannelure.
Étymologie: ῥάβδος.

Russian (Dvoretsky)

ῥάβδωσις: εως ἡ прокладывание желобков, каннелирование (ἡ τοῦ κίονος ῥ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥάβδωσις: ἡ, ἡ αὐλάκωσις τῶν κιόνων, ἢ κατὰ τὸν Εὐστράτιον, ἡ κατὰ μῆκος πῆξις τοῦ κίονος, ὅταν πρὸς ὀρθὰς γωνίας ἵστηται, ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς κίονος ῥαβδώσεως Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 2· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monotonic

ῥάβδωσις: ἡ (από το ῥαβδόω), ράβδωση, αυλάκωση κιόνων, σε Αριστ.

Middle Liddell

ῥάβδωσις, εως, [as if from ῥαβδόω]
the fluting of columns, Arist. [cf. ῥαβδωτός