άναιμος

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἄναιμος, -ον)
αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος
αρχ.
αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + -αιμος < αἷμα.
ΠΑΡ. αναιμία
αρχ.
ἀναιμότης, ἀναιμωτί
νεοελλ.
αναιμικός.
ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος.