αναιμικός

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αναιμία
2. αυτός που πάσχει από αναιμία
3. ασθενικός, άτονος, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀναιμία, πρβλ. αγγλ. an(a)emic. Ο ελληνικός όρος αναιμικός πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ιατροφιλόσοφο Ιωάννη Πύρλα).