ἀμελητικός

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A carelessly written, ἦτα, of a musical note, Alyp.1,al., Gaud.Harm.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ν’ ἀμελῇ, ὁ ἔχων ῥοπὴν πρὸς τὴν ἀμέλειαν, Ἀλύπ. Εἰσ. Εἰσαγ. Μουσ. σ. 4.

Spanish (DGE)

-όν
mal escrito, escrito descuidadamente de letras representando notas musicales ἦτα Alyp.p.370.32, 371.18, 385.34, Gaud.Harm.p.353.5, 21.

Greek Monolingual

ἀμελητικός, -ή, -όν (AM) ἀμελητής
ο επιρρεπής στην αμέλεια, ο φίλος της ανεμελιάς.