ο (θηλ. -φάγισα ή -ισσα)1. αυτός που τρώει αλογήσιο κρέας (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια)2. το θηλ. α) γυναίκα φλύαρη και αδιάντροπηβ) γυναίκα ανδροπρεπήςγ) πλεονέκτρια, αχόρταγη.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + φαγάς].