αρνησίδοξος

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
αυτός που αποκηρύσσει πεποιθήσεις ή γνώμες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρνηση (-ις) + -δοξος < δόξα «γνώμη, εικασία». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].