βρομίζω

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

βρομίζω)
1. κάνω κάτι βρόμικο, λερώνω
2. μεταδίδω σε κάτι άσχημη μυρωδιά
3. αναδίδω άσχημη μυρωδιά
4. σαπίζω, αλλοιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), αναλογικά κατά τα ρήματα σε -ίζω από τον αόρ. -ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε -ισα].