βρομώ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
Greek Monolingual
(I)
(-άω) (Μ βρομῶ, -έω
Α βρωμῶ (-έω)) βρόμος (II), βρώμος (II)]
μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία
μσν.- νεοελλ.
1. γίνομαι αηδιαστικός
2. προκαλώ αηδία σε κάποιον
3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιον
νεοελλ.
1. σαπίζω, αλλοιώνομαι
2. φρ. α) «το ένα του βρομάει, το άλλο του μυρίζει» — για δύστροπους και ιδιότροπους ανθρώπους που τίποτε δεν τους ευχαριστεί
β) «το ψάρι βρομάει από το κεφάλι» — η διαφθορά ξεκινάει από τους ανωτέρους
γ) «όποιος κάθεται βρομάει» — η οκνηρία έχει ολέθριες συνέπειες
δ) «η υπόθεση βρόμησε» — η διαιώνιση μιας κατάστασης από αδιαφορία ή οκνηρία συνεπάγεται την καταστροφή
ε) (για είδη) «βρομάνε στους δρόμους» — υπάρχουν σε μεγάλη αφθονία και πολύ χαμηλή τιμή.
(II)
βρομῶ (-έω) (Α) (για τον άνεμο, τα έντομα, τη φωτιά ή το νερό που βράζει) βομβώ, βουίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βρομώ (II) μπορεί να θεωρηθεί είτε θαμιστικό - επιτατικό του ρ. βρέμω είτε παράγωγο του βρόμος (III) ].