γαιόσακκος

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
σάκκος γεμάτος άμμο που χρησιμοποιείται σε οχυρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο- < γαία + σάκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].