αποσυνθέτω

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. επιφέρω ή προκαλώ αποσύνθεση, διαλύω ένα σύνθετο πράγμα στα συνθετικά του
2. αλλοιώνω, κάνω κάτι να σαπίσει
3. παραλύω, εξαρθρώνω.