1. μεταβάλλω με τη θερμότητα στερεή λιπαρή ουσία σε υγρή, λειώνω, διαλύω2. (ενεργ. και μέσ.) φθάνω σε κατάσταση λιποθυμίας λόγω έντονης επιθυμίας κάποιου πράγματος (τροφής κ.λπ.).