ἄλοπος

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον, (λέπω)

   A not scutched, ἀμοργίς Ar.Lys.736: neut. pl., ἄλοπα, τά, PTeb.120.16 (i B.C).

German (Pape)

[Seite 109] ἀμοργίς, ungehechelter Flachs, Ar. Lys. 736.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλοπος: -ον, (λέπω) ἀλέπιστος, ἀκαθάριστος, «ἀλανάριστος», περὶ λινοκαλάμης, Ἀριστοφ. Λυσ. 736· πρβλ. ἀλέπιστος.

Spanish (DGE)

-ον
no agramado c. alusión obs. ἀμοργίς Ar.Lys.736
subst. τὰ ἀ. lino sin agramar, PTeb.120.16 (I a.C.).

Greek Monolingual

ἄλοπος, -ον (Α) λέπω
αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι του λιναριού).