το (Μ ἀρκούδιον και ἀρκούδιν)1. η μικρή αρκούδα2. (χωρίς ένδειξη υποκορισμού) η αρκούδα (παροιμ., «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει» — ο πεινασμένος δεν έχει εύθυμη διάθεση).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του μτγν. άρκος].