άρκος

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄρκος, το (Α)
1. το όργανο ή το μέσον άμυνας
2. η υπεράσπιση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ- (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα areq- «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ.
ΣΥΝΘ. απαρκής, αυτάρκης, βιαρκής, γυιαρκής, διαρκής, εξαρκής, επαρκής, ζωαρκής, καταρκής, ξεναρκής, ολιγαρκής, παναρκής, πανταρκής, ποδαρκής, πολυαρκής.
(II)
ἄρκος, ο, η (AM)
1. η αρκούδα
2. το αρκουδόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μτγν. τ. του άρκτος, ο οποίος προήλθε με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος, έπειτα από παρετυμολογική επίδραση του ρ. αρκώ].