-ές1. μη επαρκής, ελλιπής, ελαττωματικός2. ανάξιος, ανίκανος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επαρκής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].