ελαττωματικός

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για έμψυχα) αυτός που έχει σωματική ατέλεια («γεννήθηκε ελαττωματικός»)
2. (για άψυχα) αυτός που λειτουργεί πλημμελώςελαττωματικός φωτισμός»).