αμαχεύω

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αμάχη
1. δημιουργώ αμάχη ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, τους κάνω εχθρούς τον ένα με τον άλλο
2. έχω αμάχη με κάποιον, τον μισώ
3. βάζω κάτι ενέχυρο, υποθηκεύω.