ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
η1. έχθρα, μίσος, απέχθεια, εμπάθεια2. το αμάχι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- προθετ. + αρχ. μάχη πιθ. με επίδραση του αντιθέτου αγάπη.ΠΑΡ. αμαχεύω].