ἀποθρώσκω

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 303] (s. θρώσκω, 1) herabspringen, νηός Il. 2, 702. 16, 748; ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα Od. 23, 32; ἀπ' ἵππου Her. 3, 129; ἀποθορόντες ἀπ' ἵππων 1, 80. – 2) abspringen, weggeschnellt werden, Iliad. 16, 773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιθορόντες, 15, 314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀιστοὶ θρῶσκον. – 3) von etwas emporsteigen, vom Rauch, Od. 1, 58; vom jähen Felsen, Hes. Sc. 375.

English (Autenrieth)

only pres. part.: leap from; νηός, Il. 2.702, Il. 16.748; καπνός, ‘up,’ Od. 1.58.

Greek Monolingual

ἀποθρῴσκω (Α)
1. πηδώ έξω από πλοίο («...νηός, ἀπὸ νηός»), κάτω από άλογο («...ἀπὸ τῶν ἵππων»)
2. εκτινάσσομαι από τη νευρά του τόξου (για βέλος)
3. βγαίνω, ξεπροβάλλω («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης»)
4. (για βράχο) αποσπώμαι και κατρακυλώ.