γονυκλινής

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ές,

   A on bended knee, γ. ἐχόμενός τινος POxy.1089.31 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 502] ές, kniebeugend, Schol. Il. 9, 502; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

γονυκλῐνής: -ές, ἔχων τὸ γόνυ κεκαμμένον, Εὐσ.· καὶ γονυκλισία, ἡ, Ὠριγ. 1, 552a, Βασίλ. 3, 877a (Migne).

Spanish (DGE)

-ές
arrodillado, de hinojos γ. δ' ἐχ[ό] μεν[ο] ς [τ] οῦ Δ[ι] ονυσίου de hinojos abrazado a Dioniso, A.Al.2.2.31, cf. Eus.VC 4.67, Hom.Clem.3.1.1.

Greek Monolingual

-ές (AM γονυκλινής, -ές)
ο γονατιστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -κλινής < κλίνω (πρβλ. επικλινής, κατακλινής)].