γιαλός

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο και γιαλό, το
1. παραλία, ακτή
2. φρ. α) «γιαλό, γιαλό»
(ως επίρρ.) παραλιακά, κόστα, κόστα
β) «ψάρια στον γιαλό» — για ανεπίτευκτα ή αβάσιμα πράγματα, επιθυμίες ή ελπίδες
3. παροιμ. «κάνε το καλό και ρίχ' το στον γιαλό» — κάνε μια ευεργεσία χωρίς να περιμένεις ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγιαλός].