γιαλός
Greek Monolingual
ο και γιαλό, το
1. παραλία, ακτή
2. φρ. α) «γιαλό, γιαλό»
(ως επίρρ.) παραλιακά, κόστα, κόστα
β) «ψάρια στον γιαλό» — για ανεπίτευκτα ή αβάσιμα πράγματα, επιθυμίες ή ελπίδες
3. παροιμ. «κάνε το καλό και ρίχ' το στον γιαλό» — κάνε μια ευεργεσία χωρίς να περιμένεις ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγιαλός].