δειροτομῶ (-έω) (AM)κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, καρατομώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επικό ρ. δειροτομώ προήλθε πιθ. από αμάρτ. δειροτόμος (< δειρή + -τομος (< τέμνω) και απαντά μόνο στον μέλλοντα και στον αόριστο].