δειροτομώ

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

δειροτομῶ (-έω) (AM)
κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, καρατομώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επικό ρ. δειροτομώ προήλθε πιθ. από αμάρτ. δειροτόμος (< δειρή + -τομος (< τέμνω) και απαντά μόνο στον μέλλοντα και στον αόριστο].