διάρκεια

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ἡ,

   A sufficiency, τῆς τροφῆς Thphr.CP1.11.6.

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, die Hinlänglichkeit, Ausdauer, τῆς τροφῆς, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διάρκεια: ἡ, ἐπάρκεια, τροφῆς Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 11, 6. 2) παράτασις, συνέχεια, διάρκεια, πνεύματος Ἑρμογ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
suffisance.
Étymologie: διαρκής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
suficiencia τῆς τροφῆς Thphr.CP 1.11.6, cf. Hermog.Inu.4.4, Anecd.Ludw.207.7, Eust.1851.49.

Greek Monolingual

η (AM διάρκεια)
διάστημα χρόνου συνεχές και αδιάκοπο
νεοελλ.
1. αντοχή, στερεότητα
2. γραμμ. α) παράταση ή συχνή επανάληψη ρηματικής ενέργειας
β) ο χρόνος που απαιτείται για την εκφώνηση φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές ονομάζεται ποσότητα)
αρχ.
επάρκεια (συνήθ. τροφής)·