στερεότητα
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
η / στερεότης, -ητος, ΝΜΑ, και στερρότης ΜΑ στερεός / στερρός
η ιδιότητα του στερεού, η κατάσταση του στερεού
νεοελλ.
1. βαθμός αντοχής ενός αντικειμένου («έπιπλα μεγάλης στερεότητας»)
2. χημ. η αντοχή τών χρωστικών υλών στους παράγοντες οι οποίοι τείνουν να μεταβάλλουν τις αποχρώσεις τους
μσν.-αρχ.
1. σκληρότητα
2. δυσκαμψία
3. μτφ. (για πρόσ.) α) ισχυρογνωμοσύνη
β) σταθερότητα («στερρότητι νοὸς φληναφίαν ἐθραύσατε», Μηναί.)
4. φρ. «ἡ σὴ στερρότης» — τιμητική προσφώνηση.