1. παίρνω θέση στο πλάι, πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία2. ναυτ. φέρνω το πλοίο στο πλάι άλλου πλοίου ή κρηπιδώματος, πλευρίζω3. (για πλοίο) καθώς φυσά ο άνεμος γέρνω προς τη μία πλευρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλάρω + (κατάλ.) -ώνω].