γιορτάσι

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
η γιορτή, το πανηγύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτάσειν, απρμφ. μέλλ. του εορτάζω (πρβλ. κοιμίσι, μεθύσι), με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο - (πρβλ. εορτάζω -γιορτάζω)].