εγκόσμιος

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM ἐγκόσμιος, -ον και -α, -ον)
1. επίγειος, κοσμικός (σε αντίθεση με τον επουράνιο)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκόσμια
τα επίγεια αγαθά
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκόσμια
τα στολίδια.