-ια, -ιο (AM ἐγκόσμιος, -ον και -α, -ον)1. επίγειος, κοσμικός (σε αντίθεση με τον επουράνιο)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκόσμιατα επίγεια αγαθάμσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκόσμιατα στολίδια.