επίγειος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπίγειος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους])
2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό)
3. (για βλαστούς φυτών) εκείνος που βρίσκεται πάνω από το έδαφος (σε αντίθεση προς τον υπόγειο)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επίγεια
τα υλικά αγαθά (σε αντίθεση προς τα επουράνια)
αρχ.
1. (για φυτά) εκείνος που έρπει στη γη
2. (για πτηνά) εκείνος που δεν πετάει αλλά ζει κυρίως στο έδαφος
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το επίγειον
το ισόγειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -γειος < γη].