κοσμικός
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
English (LSJ)
κοσμική, κοσμικόν, (κόσμος IV)
A of the world or universe, σχήματα Procl.in Euc.p.65 F.; τὰ κ. πάντα v.l. in Arist.Ph.196a25, cf. Philol. (?) 23; ἡ κ. διάταξις Plu.2.119 f; κ. ὀχλήσεις Luc.Par.11; κλίσεις (v.l. κλήσεις) Suid. s.v. Ὀρφεύς: Astrol., κ. κέντρα (opp. γενεθλιαλογικά) Vett.Val.79.26. Adv. κοσμικῶς Id.119.15, Ptol.Tetr.112.
II of this world, earthly, Ep.Hebr.9.1; worldly, ἐπιθυμίαι Ep.Tit.2.12.
2 secular, lay, opp. clerical, Just.Nov.123.1.2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l'univers;
NT: terrestre ; du monde, séculier.
Étymologie: κόσμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοσμικός -ή -όν [κόσμος] kosmisch:; οὐ μόνον ἐν ἀνθρωπίναις, ἀλλὰ καὶ ἐν κοσμικαῖς ἐστιν ὀχλήσεσιν hij zit niet alleen met menselijke, maar zelfs in kosmische problemen Luc. 33.11; werelds, aards:. ἐπιθυμίαι wereldse verlangens NT Tit. 2.12; τὸ ἅγιον κ. het aardse heiligdom NT Hebr. 9.1.
German (Pape)
was zur Welt gehört, sie betrifft; τὰ κοσμικὰ πάντα Arist. phys. 2.4; Sp. Bei den K.S. = weltlich, im Gegensatz des Geistlichen, des die Geistlichkeit Betreffenden; irdisch, vergänglich.
Russian (Dvoretsky)
κοσμικός:
1 мировой, вселенский: τὰ κοσμικὰ πάντα Arst. мировое целое, вселенная; ἡ κοσμικὴ διάταξις Plut. строение мира, система мироздания;
2 мирской, земной (ἐπιθυμίαι NT).
Greek (Liddell-Scott)
κοσμικός: -ή, -όν, (κόσμος IV) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν κόσμον ἢ τὸ σύμπαν, τὰ κοσμικὰ πάντα Ἀριστ. Φυσ. 2. 4, 5· ἡ κ. διάταξις Πλούτ. 2. 119F· κ. ὀχλήσεις Λουκ. Παράσ. 11. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἀνήκων εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, γήϊνος, πρὸς Ἑβρ. Ἐπιστ. θ΄, 1· εἰς κοσμητικὰ πράγματα ἀναφερόμενος, ἐπιθυμίαι Τίτ. β΄, 12. 2) ὡς καὶ νῦν, «κοσμικός», «λαϊκός», ἀντίθετον τῷ κληρικός, Ἐκκλ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι.
English (Strong)
from κόσμος (in its secondary sense); terrene ("cosmic"), literally (mundane) or figuratively (corrupt): worldly.
English (Thayer)
κοσμικη, κοσμικόν (κόσμος), of or belonging to the world (Vulg. saecularis); i. e.:
1. relating to the universe: τοὐρανοῦ τοῦδε καί τῶν κοσμικων πάντων, Aristotle, phys. 2,4, p. 196{a}, 25; opposed to ἀνθρώπινος, Lucian, paras. 11; κοσμικη διάταξις, Plutarch, consol. ad Apoll c. 34, p. 119e.
2. earthly: τό ἅγιον κοσμικόν (its) earthly sanctuary (R. V. of this world), worldly, i. e. having the character of this (present) corrupt age: αἱ κοσμικαι ἐπιθυμίαι, Titus 2:12; (so also in ecclesiastical writings).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM κοσμικός, -ή, -όν) κόσμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» — το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών
β. «τ' οὐρανοῦ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.)
2. αυτός που ζει στα πλαίσια της κοινωνίας και μεριμνεί για τις υλικές απολαύσεις της ζωής, σε αντιδιαστολή με τον απόκοσμο («κοσμικοὺς γὰρ τοὺς εἰς τὴν γῆν ἐλπίζοντας καὶ τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας ἐξακούομεν», Κλήμ. Αλ.)
3. (για πράγματα) εγκόσμιος, γήινος, σε αντιδιαστολή με τον ουράνιο («κοσμικαῖς ἁπάσαις ἀποταξάμενος εὐπαθείας», Μηναί.)
4. φρ. «κοσμικὸν ἅγιον»
(στους Εβραίους) ονομασία της σκηνής μέσα στην οποία υπήρχαν η Επτάφωτος Λυχνία και η Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούσαν οι ιερείς τους Άρτους της Προθέσεως
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή γίνεται στην κοινωνία και ιδίως στη λεγόμενη ανώτερη κοινωνική τάξη (α. «κοσμική κίνηση» — διάφορα αξιομνημόνευτα γεγονότα της καθημερινής ζωής, γάμοι, δεξιώσεις κ.λπ.
β. «κοσμικοί τρόποι» — ευπρεπής και κάπως επιτηδευμένη συμπεριφορά
γ. «κοσμικό κέντρο»)
2. (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συγκεντρώσεις και διασκεδάσεις της λεγόμενης ανώτερης κοινωνικής τάξης («κοσμική κυρία»)
3. φρ.
α) «κοσμικό κύτταρο» ή «κοσμικό αβγό» — όρος που δημιουργήθηκε από τον Βέλγο αστρονόμο Λεμαίτρ, σύμφωνα με τη θεωρία του οποίου το σύνολο της ύλης του σύμπαντος πριν από τη διαστολή του ήταν συγκεντ ρωμένη σε πολύ μικρό χώρο κάτω από συνθήκες ασύλληπτα υψηλών τιμών πίεσης, πυκνότητας και θερμοκρασίας
β) «κοσμική ακτινοβολία» — σύνολο ακτινοβολιών σωματιδιακής ή ηλεκτρομαγνητικής φύσεως, εξαιρετικά υψηλού ενεργειακού περιεχομένου και μεγάλης διεισδυτικότητας, οι οποίες φθάνουν στη Γη προερχόμενες από τον Ήλιο, τον Γαλαξία ή ακόμη και από εξωγαλαξιακά ουράνια σώματα
γ) «κοσμικός θόρυβος» — θόρυβος που εντοπίζεται στους ραδιοηλεκτρικούς δέκτες και προέρχεται από διάφορα εξωγήινα φαινόμενα
δ) «κοσμικός αιώνας»
γεωλ. διάστημα του γεωλογικού χρόνου, κατά το οποίο η Γη βρισκόταν σε διάπυρη κατάσταση
ε) «κοσμική σκόνη» — σφαιρικά σωματίδια σκόνης τα οποία απαντούν στα θαλάσσια ιζήματα του πυθμένα τών ωκεανών
στ) «κοσμικό σύστημα» — κάθε εκδοχή ή κοσμοθεωρία η οποία ασχολείται με την ερμηνεία τών φαινόμενων κινήσεων τών αστέρων και τών σχετικών θέσεών τους στην ουράνια σφαίρα
ζ) «κοσμική εξουσία» — η πολιτική εξουσία, σε αντιδιαστολή με τη θρησκευτική
η) (στις εικαστικές τέχνες και ιδίως στη ζωγραφική) «κοσμική τέχνη» — η τέχνη που δεν εντάσσεται στους κανόνες και τους περιορισμούς της χριστιανικής παράδοσης
νεοελλ.-μσν.
1. (για πρόσ.) λαϊκός, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό ή τον μοναχό
2. πρόσκαιρος, προσωρινός
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κοσμικά
η επίγεια ζωή.
επίρρ...
κοσμικώς και -ά (ΑM κοσμικῶς)
1. κατά την κοσμική αντίληψη
2. με κοσμικό τρόπο.
Greek Monotonic
κοσμικός: -ή, -όν (κόσμος IV),
I. αυτός που αναφέρεται στον κόσμο ή το σύμπαν, σε Λουκ.
II. αυτός που ανήκει στον κόσμο, γήινος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
κοσμικός, ή, όν κόσμος IV]
I. of the world or universe, Luc.
II. of this world, earthly, NTest.
Chinese
原文音譯:kosmikÒj 可士米可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:系統(化)
字義溯源:現世的,世俗的,屬世界的;源自(κόσμος)*=世界)
出現次數:總共(2);多(1);來(1)
譯字彙編:
1) 屬世界(1) 來9:1;
2) 世俗的(1) 多2:12