δυσόρφναιος
English (LSJ)
α, ον,
A dusky, τρύχη E.Ph.325 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 685] sehr finster, Eur. Phoen. 325.
Greek (Liddell-Scott)
δυσόρφναιος: -α, -ον, λίαν σκοτεινός, τρύχη Εὐρ. Φοιν. 325.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ténébreux et effrayant.
Étymologie: δυσ-, ὄρφνη.
Spanish (DGE)
-ον oscuro, tenebroso τρύχη E.Ph.325.
Greek Monolingual
δυσόρφναιος, -α, -ον (Α)
ο πολύ σκοτεινός, κατάμαυρος.