δολοπλοκία

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ἡ,

   A subtlety, craft, in pl., Thgn.226, Hp.Ep.17.

German (Pape)

[Seite 655] ἡ, das Listenflechten, ein listiger Anschlag; Theogn. 226; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δολοπλοκία: ἡ, δολιότης, πανουργία, Θέογν. 226.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enchevêtrement de ruses, intrigue.
Étymologie: δολοπλόκος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Morfología: [plu. dat. -ῃσι Hp.Ep.17.7]
argucia, intriga, tergiversación δολοπλοκίαι ... ἄπιστοι Thgn.226, δολοπλοκίῃσι ἀνθαμιλλεῦντες rivalizando en artimañas Hp.l.c.

Greek Monolingual

η (AM δολοπλοκία) δολοπλόκος
εξύφανση δόλων, μηχανορραφία.