εξύφανση

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

η
η κρυφή, δόλια προετοιμασία κάποιου κακού («εξύφανση συνωμοσίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ., εξύφανσις μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Πανταζή].