εκτενώς

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

επίρρ. (AM ἐκτενῶς)
νεοελλ.
«εν εκτάσει» — με πολλά λόγια, με λεπτομέρειες («μίλησε εκτενώς για τον προϋπολογισμό»)
αρχ.-μσν.
πρόθυμα, ολόψυχα, με ζήλο, θερμά
αρχ.
1. δραστήρια
2. με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα, πολυτελώς
3. με αφθονία
4. έντονα, επίμονα, σφοδρά, ένθερμα.