εκτίμηση

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και εχτίμηση, η (Α ἐκτίμησις)
(για πράγμ.) καθορισμός, υπολογισμός της ποσότητας ή ποιότητας ενός πράγματος ή γενικά της τιμήςεκτίμηση ακινήτου, ζημιάς κ.λπ.»)
νεοελλ.
1. υπολογισμός του μεγέθους, ποσού, σημασίας, ποιότητας, ιδιότητας ενός πράγματος ή ενέργειας, γεγονότος ή καταστάσεως («εκτίμηση τών περιστάσεων ή αποστάσεως, γεγονότος, σημασίας κ.λπ.»)
2. υπόληψη, σεβασμός
(«έπεσε στην εκτίμηση μου»).