ἐναπερεύγω

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

   A vomit forth upon, metaph. of lust, τὸ πάθος τινί Ph.2.393, cf. 202.

German (Pape)

[Seite 828] darin ausspeien, Philo.

Spanish (DGE)

vomitar fig. τὸ πάθος Ph.2.202, c. dat. μὴ ὡς αἰχμαλώτῳ ... ἐναπερύγῃς τὸ πάθος Ph.2.393.

Greek Monolingual

ἐναπερεύγω (AM)
ξερνώ, κάνω εμετό μέσα ή πάνω σε κάτι
μσν.
μέσ. ξερνώ, ξεβράζω κάποιον σ' έναν τόπο
αρχ.
(μτφ. για ασελγή πράξη) εκσπερματίζω.