ξεβράζω

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source

Greek Monolingual

(για τη θάλασσα) ρίχνω στη στεριά, εκβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-έβρασα (βλ. και λ. ξε-) αόρ. του ἐκβράζω «βγάζω έξω στη στεριά»].