ψειρής

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψειρού, Ν ψείρα
1. ψειριάρης
2. το θηλ. η ψειρού
μτφ. η φυλακή
3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ατημέλητος και βρόμικος άνθρωπος
β) φιλάργυρος, τσιγκούνης
γ) φτωχός που προσπαθεί να φαίνεται πλούσιος.