ψείρα
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών μικροσκοπικών άπτερων εξωπαρασιτικών εντόμων της τάξης φθειράπτερα
2. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών ομόπτερων εντόμων, παρασίτων τών φυτών
3. στον πληθ. οι ψείρες
μτφ. πολύ μικρά και δυσδιάκριτα γράμματα
4. παροιμ. «αλί που το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» — λέγεται για πολύ άτυχο άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθεῖρα, αιτ. του φθείρ, -ειρός (ἡ), κατ' επίδραση του ψύλλος.