Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψείρα

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών μικροσκοπικών άπτερων εξωπαρασιτικών εντόμων της τάξης φθειράπτερα
2. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών ομόπτερων εντόμων, παρασίτων τών φυτών
3. στον πληθ. οι ψείρες
μτφ. πολύ μικρά και δυσδιάκριτα γράμματα
4. παροιμ. «αλί που το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» — λέγεται για πολύ άτυχο άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθεῖρα, αιτ. του φθείρ, -ειρός (), κατ' επίδραση του ψύλλος.