ψειριάρης

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. (για πρόσ.) γεμάτος ψείρες, ψειρής
2. μτφ. βρομιάρης
3. το ουδ. ως ουσ. το ψειριάρικο
βοτ. το ψειροβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. φουκαριάρης)].